Κύριες μεταφράσεις |
March n | (3rd month) | Μάρτιος ουσ αρσ κύρ |
| | Μάρτης ουσ αρσ κύρ |
| St Patrick's Day is in March. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο Ευάγγελος γιορτάζει τον Μάρτιο. |
march⇒ vi | (military: parade) | παρελαύνω ρ αμ |
| The army marches before the Queen on her birthday. |
| Ο στρατός παρελαύνει μπροστά από τη Βασίλισσα στα γενέθλιά της. |
march n | (military: parade) | παρέλαση ουσ θηλ |
| Shall we go and see the Queen's birthday march? |
| Θα πάμε να δούμε την παρέλαση για τα γενέθλια της Βασίλισσας; |
march n | (military: movement) | πορεία ουσ θηλ |
| The march through the fields lasted four days. |
| Η πορεία μέσα από τα χωράφια διήρκησε τέσσερις μέρες. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
march n | figurative (advancement) | εξέλιξη ουσ θηλ |
| | πρόοδος ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | πορεία ουσ θηλ |
| (επίσημο, μτφ: ιστορία) | ρους ουσ αρσ |
| The march of technological progress is inevitable. |
| Η εξέλιξη της τεχνολογικής προόδου είναι αναπόφευκτη. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτά είναι τα γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας. |
march n | (demonstration) | πορεία ουσ θηλ |
| The protest march included both students and workers. |
| Η πορεία των διαδηλωτών περιλάμβανε φοιτητές και εργαζομένους. |
march n | (travel distance) | περπάτημα ουσ ουδ |
| | με τα πόδια φρ ως επίρ |
| Sheepscot is a four-day march from here. |
| Το Σίπσκοτ είναι τρεις μέρες περπάτημα από εδώ. |
| Το Σίπσκοτ είναι τρεις μέρες με τα πόδια από εδώ. |
march n | (pace) | βηματισμός ουσ αρσ |
| | βάδισμα ουσ ουδ |
| (μεταφορικά) | βήμα ουσ ουδ |
| At full march, we can cover nearly four miles in an hour. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αν έχουμε σταθερό βηματισμό (or: βήμα), θα φτάσουμε στον προορισμό μας σε μία ώρα. |
march vi | figurative (walk purposefully) | περπατάω, περπατώ ρ αμ |
| | βαδίζω ρ αμ |
| (κατά λέξη) | κινούμαι αποφασιστικά περίφρ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Ανάλογα με τα συμφραζόμενα, χρησιμοποιείται ο κατάλληλος προσδιορισμός, πχ «βαδίζω αποφασιστικά» ή «περπατάω με αποφασιστικό βήμα» κλπ. |
| She marched to the neighbour's house to demand that they turn down the stereo. |
| Περπάτησε με αποφασιστικό βήμα προς το σπίτι του γείτονα, για να απαιτήσει να χαμηλώσουν το στερεοφωνικό. |
march on [sth] vi + prep | (demonstration: to a place) | πραγματοποιώ πορεία προς κτ περίφρ |
| | κάνω πορεία προς κτ περίφρ |
| The protesters will march on Downing Street this afternoon. |
march [sb]⇒ vtr | (military: force to march) | οδηγώ ρ μ |
| (κατά λέξη) | αναγκάζω κάποιον να περπατήσει |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| The army marched the captives to the prisoners' camp. |
| Ο στρατός οδήγησε τους αιχμαλώτους στο στρατόπεδο κρατουμένων. |